γοργόφτερος

γοργόφτερος
και -πτερος, -η, -ο
1. αυτός που πετάει γρήγορα
2. (για τη φήμη) αυτός που διαδίδεται γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γοργός + πτερόν. Η λ. γοργόπτερος μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Παγανέλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γοργόφτερος — η, ο αυτός που πετά γρήγορα: Γοργόφτερα πουλιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”